- χιρίδιον
- τὸ, Αβλ. χειρίδιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρίδιο — το / χειρίδιον, ΝΜΑ, και χιρίδιον Α [χειρίς, ῑδος] νεοελλ. ζωολ. ο ένας από τους δύο τύπους άκρων τών τετραπόδων σπονδυλοζώων μσν. αρχ. χειρίδα, μανίκι αρχ. χεράκι, μικρό χέρι … Dictionary of Greek